ἡμιόλκιον

ἡμιόλκιον
ἡμιόλκιον, τό, ([etym.] ὁλκή)
A half-drachm, Archig. ap. Orib.8.46.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημιόλκιον — ἡμιόλκιον, τὸ (Α) μισή δραχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ολκή «τράβηγμα βάρος δραχμής»] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιόλκιον — half drachm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”